στροφοδινούμαι

στροφοδινούμαι
στροφοδινοῡμαι, -έομαι, ΝΑ
περιστρέφομαι γύρω από ένα σημείο με μεγάλη ταχύτητα, περιδινούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφος + δινοῦμαι (πρβλ. και στρεφεδινῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”